- κνωδακίζω
- κνωδᾱκ-ίζω, ([etym.] κνώδαξ)A hang a body on pins or pivots, so that it turns as on an axis,
ἐκνωδακισμένον ἀγγεῖον Hero Spir.2.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκνωδακισμένον ἀγγεῖον Hero Spir.2.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνωδακίζω — (Α) [κνώδαξ] στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα … Dictionary of Greek
ἐκνωδακισμένον — κνωδακίζω hang perf part mp masc acc sg κνωδακίζω hang perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκνωδακισμένου — κνωδακίζω hang perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… … Dictionary of Greek